- γκομ-
- см. γομ\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαμούθ — Απολιθωμένο θηλαστικό της τάξης των προβοσκιδωτών, που έζησε κατά το πλειστόκαινο (2 εκατ. 9.000 χρόνια πριν), κατά την τελευταία εποχή των παγετώνων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Mammuthus. Το μ. συγγενεύει με τους σύγχρονους ελέφαντες, και … Dictionary of Greek
βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… … Dictionary of Greek
Μπρέιγ, Aνρί — (Henri Breuil, Μορτέν 1877 – Ιλ Αντάμ 1961). Γάλλος παλαιοεθνολόγος και αβάς. Υπήρξε επιφανής μελετητής στον οποίον οφείλονται οι διαφωτιστικές και εις βάθος έρευνες γύρω από τον πολιτισμό της Παλαιολιθικής εποχής στη Γαλλία και, κυρίως, η… … Dictionary of Greek